- πολυέταιρος
- πολυ-έταιρος, ον,A with many fellows or comrades, Poll.3.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυέταιρος — with many fellows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυέταιρος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς εταίρους, πολλούς φίλους, πολλούς συντρόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἑταῖρος (πρβλ. φιλ έταιρος)] … Dictionary of Greek
πολυεταιρία — ἡ, Α [πολυέταιρος] το να έχει κανείς πολλές εταίρες … Dictionary of Greek